καμέλ(λ)ια

καμέλ(λ)ια
η камелия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καμέλ(λ)ια" в других словарях:

  • καμελ(λ)αύκιον — καμελ(λ)αύκιον, τὸ (Μ) βλ. καμηλαύκι …   Dictionary of Greek

  • Κάμελ, Μουστάφα — (Mustafa Kamil, 1877 – 1908). Αιγύπτιος πολιτικός. Ήταν ιδρυτής του εθνικόφρονος κόμματος της Αιγύπτου και διακρινόταν για τις φιλελεύθερες πολιτικές του πεποιθήσεις. Σε ηλικία μόλις 20 ετών αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στον αγώνα για τον τερματισμό… …   Dictionary of Greek

  • Camel Meriem — Personal information Date of birth 18 October 1979 (1979 10 18) (age 32) Place of birth …   Wikipedia

  • κολόνα — I Οικισμός (35 κάτ.) της Σάμου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυθαγορείου του νομού Σάμου. II (Colonna). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών φεουδαρχών, ευγενών και λογίων, από τη Ρώμη. Οι Κ. απέκτησαν πλούτο και δύναμη και επηρέαζαν αποφασιστικά την… …   Dictionary of Greek

  • Μάγνης, Πέτρος — (Ζαγορά Πηλίου 1880 – Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 1955). Φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η πρώτη του ποιητική συλλογή κυκλοφόρησε στην Αθήνα με τον τίτλο Φτερουγίσματα (1902).… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»